- άσκοπος
- (I)-η, -ο (AM ἄσκοπος, -ον) [σκοπώ (-έω)]1. ο χωρίς σκοπό, ο ανώφελος2. ο απερίσκεπτος, ο απρόσεκτοςαρχ.1. ο αθέατος, ο αόρατος2. ο απροσδόκητος3. ο ατελείωτος, αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί.————————(II)ἄσκοπος, -ον (Α) [σκοπός]αυτός ο οποίος δεν πετυχαίνει τον στόχο («ἄσκοπα βέλη», «ἀσκόπους λόγους ῥίπτειν»).
Dictionary of Greek. 2013.